- θέσκελος
- θέσκελος, -ον (Α)1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.).επίρρ...θεσκέλως (Α)με θαυμαστό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό επίθετο, τού οποίου το α' συνθετικό είναι θεσ- (πρβλ. θεο-), ενώ το β' συνθετικό συνδέθηκε με το κέλλω/κέλομαι «κινώ παρακινώ», αν και η παρουσία τού -ε- είναι προβληματική, γιατί θα αναμενόταν -ο- στο β' συνθετικό].
Dictionary of Greek. 2013.